- τσαχπινιά
- [цахпиньа] ουσ. Θ. плутовство, заигрывание,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τσαχπινιά — και τσακπινιά, η, Ν [τσαχπίνης/ τσακπίνης] 1. πονηριά, κατεργαριά 2. νάζι, σκέρτσο, ερωτικό τέχνασμα … Dictionary of Greek
τσαχπινιά — η 1. πονηριά, κατεργαριά. 2. ερωτικό τέχνασμα, νάζι, ερωτισμός, υπερβολική ζωηρότητα: Αυτή η γυναίκα όλο τσαχπινιές είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαργιολιά — η [μαργιόλης] 1. η ιδιότητα τού μαργιόλου, ευστροφία, τέχνασμα, πονηριά, κατεργαριά, πανουργία 2. (ιδίως στον έρωτα) τσαχπινιά, νάζι, καμώματα (α. «παιχνιδάει στις πλαγιές με μαργιολιά», Ζερβ. β. «τόν ξεμυάλισε με τις μαργιολιές της») … Dictionary of Greek
τσακπινιά — η, Ν βλ. τσαχπινιά … Dictionary of Greek